- ουτοπιστικός
- η , ό[ν] утопистский, относящийся к утописту
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ουτοπιστικός — ή, ό [ουτοπιστής] ο σχετικός με τον ουτοπισμό ή με τους ουτοπιστές, ουτοπικός. Επιρρ. ουτοπιστικώς και ά με ουτοπιστικό τρόπο, ουτοπικά … Dictionary of Greek
ουτοπικός — ουτοπικός, ή, ό και ουτοπιστικός, ή, ό μη πραγματοποιήσιμος, ανεδαφικός: Ουτοπική ή ουτοπιστική άποψη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)